Ο Ναός, η ονομασία του και ο Γ. Καραϊσκάκης

Σὲ κείμενα τῆς ἐποχῆς ἡ Μητρόπολη τῆς Αἴγινας ἀναφέρεται ὡς «μεγάλη εκκλησία». Γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ θα διερευνήσουμε πέντε φράσεις καὶ κείμενα, τα εξής: Α.«Ἂν πεθάνω, νὰ ταφῶ εἰς Μεγάλην Ἐκκλησίαν» (Νικ. Κασομούλης) Β.«… Ἐγὼ μεταβαίνω εἰς Αἴγιναν» (Δημ. Αἰνιάν), φράσεις τις οποίες εἶπε ὁ βαρειὰ τραυματισμένος στο Φάληρο Στρατηγὸς Γ. Καραϊσκάκης. Ως επίσης: Γ.«νὰ τὸν ἐνταφιάσωσιν εἰς μίαν μεγάλην Ἐκκλησίαν» (Νικ. Κασομούλης) καὶ Δ. «… ἤθελε νὰ κηδευθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ εἰς Αἴγιναν» (Δημ. Αἰνιάν, ὁ γραμματικὸς τοῦ ἥρωα). Τέλος: Ε. = «…τῆς εἰς τὸ πλάγιον τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας κειμένης οἰκοδομῆς» (κείμενο μὲ τὰ γράμματα τοῦ Καποδίστρια).


Τὰ γεγονότα διαδραματίστηκαν ὡς ἑξῆς: Ὁ Ἀγωνιστὴς Νικόλαος Κασομούλης ἦταν παρὼν τὴν στιγμὴ κατά την οποία τὰ παλληκάρια μετέφεραν στὴν σκηνὴ τὸν σοβαρὰ πληγωμένο ἀρχηγό τους . Ἡ παραγγελία
τοῦ Καραϊσκάκη τότε ἦταν: «Ἄν πεθάνω νὰ ταφῶ εἰς μεγάλην Ἐκκλησίαν…»( βλ. Νικ. Κασομούλη, “Ενθυμήματα Στρατιωτικά, Β΄, σελ. 508,509, βιβλίο πρ. Ἐμμ. Γιαννούλη – “Ταξίδι στὴν Ἱστορία, σελ 106».) Ἑρμηνεύοντας αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἠπειρώτης ἱστορικὸς ἰσχυρίζεται, ότι ὁ Καραϊσκάκης «ἤθελε νὰ κηδευθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ εἰς Αἴγιναν». Ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, ποὺ δημοσίευσε τὰ «Ἐνθυμήματα Στρατιωτικὰ» τοῦ Κασομούλη, ὑποστηρίζει ότι ὁ ἥρωας ἤθελε νὰ ταφεῖ στὸ Μοναστήρι τῆς Φανερωμένης στὴν Σαλαμῖνα. (βλ. Βλαχογιάννη Γιάννη, «Ἱστορικὴ Ἀνθολογία», Ἀθήνα, β΄ ἔκδοση). Ἡ πιὸ λογικὴ ἑρμηνεία τῆς τελευταίας θελήσεως τοῦ μεγάλου ἄνδρα, πάντως, εἶναι πὼς ἐπιθυμοῦσε νὰ ταφεῖ στὸν χῶρο τοῦ προαυλίου τῆς Μητροπόλεως στὴν Αἴγινα, τον οποίο τότε χρησιμοποιοῦσαν ως χῶρο ταφῆς τῶν Ἀγωνιστῶν. Αὐτὸ θεωρεῖται καὶ ὡς τὸ πιὸ φυσικό, ἀφοῦ ἡ ἕδρα τῆς Κυβερνήσεως ἦταν τότε στὴν Αἴγινα καὶ ὁ Στρατηγὸς διατηροῦσε στενὴ σχέση μὲ τὴν Ἐπιτροπὴ τῶν Ψαριανῶν, ἡ ὁποία καὶ τοῦ ἀπὸ ἐκεῖ ἐφόδια γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Στρατοπέδου του στὴν Ἀττική.
Ὁ γραμματικὸς τοῦ Καραϊσκάκη Δημ. Αἰνιὰν περιγράφει τὶς δραματικὲς στιγμές :«…Ὁ λαβωμένος ἥρωας βρίσκεται στὴν σκηνή του… Ζήτησε νὰ ἐξομολογηθεῖ κι ἔκανε τὴν διαθήκη του… Τὰ τελευταῖα λόγια
στὰ δακρυσμένα παλληκάρια του ἦταν: “Ἐλᾶτε νὰ σᾶς ἀσπασθῶ… Ἐγὼ μεταβαίνω εἰς Αἴγιναν καὶ ἅμα ἀναλάβω, ἐπιστρέφω· διὰ κάθε ἐνδεχόμενον, ὅμως, ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου…». (βλ. Δημ. Αἰνιάν, «Ἅπαντα», σελ. 262,265 καὶ ἑπ.)
Συνεχίζει ὁ Αἰνιάν: «Ὅμως, ὀλίγας ὥρας μετὰ τὴν μεσημβρίαν ἀπέθανεν, ἀφήσας τελευταίαν παραγγελίαν νὰ τὸν ἐνταφιάσωσιν εἰς μίαν μεγάλην ἐκκλησίαν» (βλ. Αἰνιάν, ὡς ἄνω, όπου προσδιορίζεται ὡς τόπος ταφῆς μιὰ μεγάλη ἐκκλησία. Πιθανώτατα ο βαριά λαβωμένος ήρωας ἤθελε νὰ μεταφερθεῖ στὸ Μοναστήρι τῆς Χρυσολεόντισσας στην Αίγινα, το οποίο χρησίμευε τότε καὶ ὡς ἀναρρωτήριο τῶν Ἀγωνιστῶν. Διασώζονται στη Μονή ἐπιστολὲς ὁπλαρχηγῶν, ὅπως π.χ. τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ζωοτροφὲς καὶ ἐφόδια.

Αναφερόμαστε, τέλος, σὲ ἕνα κείμενο τοῦ Καποδίστρια, το οποίο ἀπευθύνεται πρὸς «τὸν κατὰ τὰς Δυτικὰς Σποράδας Ἔκτακτον Ἐπίτροπον» -και ἐξ ἀφορμῆς τῆς ὑπ’ ἀρ. 1352 ἀναφορᾶς του μὲ τὸ ἀπὸ «ἐν Αἰγίνῃ τῇ 30ῇ Δεκεμβρίου 1828» ἔγγραφό του- στὸ ὁποῖο και ἀναγράφεται: «… Ἐξ ἀφορμῆς τῆς πατριωτικῆς προσφορᾶς ἐκ μέρους τῆς Δημογεροντίας καὶ τῶν κατοίκων τῆς νήσου ταύτης τῆς κατὰ πρόσωπον τοῦ ὀρφανοτροφείου κειμένης γῆς, ὡς καὶ τῆς εἰς τὸ πλάγιον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας κειμένης οἰκοδομῆς…».


Τελικά, ἡ ταφὴ τοῦ Καραϊσκάκη θα γίνει στὸν Ἅγιο Δημήτριο Σαλαμῖνας, ὕστερα ἀπὸ διαταγὴ τοῦ Ἄγγλου Αρχιστρατήγου Τσώρτς: «… διέδωκε δὲ εἰς τὸ στρατόπεδον ὅτι τὸ ἔπεμψεν εἰς Αἴγιναν», συνεχίζει ὁ Αἰνιάν. Ὁ λόγος ἦταν πώς ὁ Ἀρχιστράτηγος φοβόταν μήπως ἐγκαταλείψουν τὰ ταμπούρια τους οἱ Ἕλληνες ἐκείνη τὴν κρίσιμη ὥρα πρὶν ἀπὸ τὴν Γενικὴ ἐπίθεσή τους γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἀκροπόλεως, προκειμένου να πᾶνε σὲ πιὸ μακρινὸ τόπο (ὅπως ἦταν ἡ Αἴγινα) γιὰ νὰ κλάψουν ἐκεῖ τὸν νεκρὸ ἀρχηγό τους…(βλ. Νικ. Κασομούλη, «Ἐνθυμήματα Στρατιωτικά», Β΄, σελ. 508, 509.βλ. Νικ. Κασομούλη, ὡς ἄνω).

Στὴν συνέχεια ὁ Κυβερνήτης καλεῖ τὸν ἀδελφό του Βιάρο νὰ ἐκφράσει στοὺς προκρίτους καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ «τὴν εὐχαρίστησιν τῆς κυβερνήσεως διὰ τὴν δωρεὰν τοῦ οἰκοπέδου» ποὺ βρισκόταν μπροστὰ ἀπὸ τὸ Ὀρφανοτροφεῖο. Σύμφωνα μὲ τὸ ἔγγραφο ἡ «κειμένη οἰκοδομὴ» ποὺ βρισκόταν στὸ πλάγιο τῆς «μεγάλης εκκλησίας» εἶναι τὸ κτήριο τοῦ «Προκαταρκτικοῦ» Σχολείου.

Κατὰ συνέπεια: Α) Ἡ θέληση τοῦ Καραϊσκάκη νὰ ἐνταφιαστεῖ εἰς μὶαν «μεγάλην Ἐκκλησίαν» καὶ Β) Ὁ προσδιορισμὸς τῆς θέσεώς της ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Καποδίστρια (δηλ. τὸ ὅτι βρίσκεται δίπλα στὸ κτήριο τοῦ Προκαταρκτικοῦ Σχολείου) μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα, πὼς «μεγάλη Ἐκκλησία» εἶναι ὁ Ναὸς τῆς Παναγίας (ἢ Ὑπεραγίας), δηλ. ἡ Μητρόπολη τῆς Αίγινας. Γιατί, ὅμως, ἀναφέρεται ὁ Ναὸς ὡς «Μεγάλη» Ἐκκλησία; Ας το δούμε:

Ἡ ὀνομασία «Μεγάλη Ἐκκλησία»


Ἐπειδή τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχαν μεγάλα οἰκοδομήματα, φαίνεται πὼς ὁ ὅρος «Μεγάλη Ἐκκλησία» εἶναι δηλωτικὸς μεγέθους καὶ τίθεται ἐξ ἀντιδιαστολῆς πρὸς τὴν ὕπαρξη κάποιας ἄλλης «μικρᾶς Ἐκκλησίας». Ἀπὸ τὴν ἔρευνα προέκυψαν τὰ ἑξῆς: Α) Ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Μητροπολίτη Αἰγίνης Σαμουὴλ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο κατὰ τὸ ἔτος 1834: «… Οἱ Δημογέροντες ἔκλεισαν καὶ μίαν ἐνορίαν ἐντὸς τῆς πόλεως, μικρὰν Παναγίαν λεγομένην, κειμένην εἰς τὸ παραθαλάσσιον τῆς πόλεως κατὰ νότον καὶ ἤνοιξαν ἄλλην, τὴν Ἁγίαν Παρασκευήν, κατὰ τὸ νεκροταφεῖον. (βλ. Βασίλειος Ἀτέσης , Μητροπολίτης πρώην Λήμνου, Ἐνοριακὰ τῆς Ἐπισκοπῆς Αἰγίνης κατὰ τὸ ἔτος 1834 στὸ περιοδικὸ «Ἐνορία», φ. 201/1955, σελ. 183-184, ως επίσης καὶ «ὁ Αἰγίνης καὶ Σαλαμῖνος Σαμουήλ», στὸ περιοδικὸ «Ἐκκλησία», ἔτος 1955. Ρητὰ ἀναφέρεται πὼς ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς «κατὰ τὸ νεκροταφεῖο» (δηλ. ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἀντιστοίχου ποὺ βρισκόταν στὸ προαύλιο τῆς Μητροπόλεως) ἔγινε προσωρινή Ἐνορία κατὰ τὸ ἔτος 1834. Στὴν ἰδιοκτησία τῆς οἰκογενείας ἀνῆκε καὶ τὸ οἴκημα, ποὺ χρησιμοποιήθηκε ὡς πρῶτο Κυβερνεῖο τῆς Χώρας. Σύμφωνα μὲ κάποια ἄλλη μαρτυρία ο Ναός της Αγ. Παρασκευής ἀριθμοῦσε τότε 11 ντόπιες οἰκογένειες. Ἀπὸ αυτό τὸ ἔγγραφο διαπιστώνονται οἱ ἰσχυρὲς παρεμβάσεις τῶν προκρίτων ἐκείνης τὴς ἐποχῆς, οι οποίοι μποροῦσαν νὰ κλείσουν μὶα ἐνορία καὶ νὰ ἀνοίξουν κάποιαν ἄλλη…. Ἡ «μικρὰ Παναγία» ποὺ βρίσκεται στὴν παραλία τοῦ νησιοῦ εἶναι ὁ Ναὸς τῆς Παναγίτσας, ο οποίος και προϋπῆρχε παλαιὰ . Φαίνεται πως αυτός ο ναός ήταν ιδιοκτησία της οικογενείας Μοίρα. Ο «Ἰαννάκης Μίρας» μάλιστα εἶχε ἀφιερώσει και τὴν εἰκόνα τοῦ Προδρόμου, στὸ Τέμπλο τῆς Μητροπόλεως. Ἡ ὀνομασία τοῦ Ναοῦ ” μικρά Ἐκκλησία” προυπήρχε ἤδη ἀπὸ τὸ ἔτος 1673. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ὑποστηρίζει ἡ αείμνηστη ιστορικός της Αίγινας Γεωργία Κουλικούρδη: «Στὴ θέση τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας τῆς Παναγίτσας ἦταν ἕνα μικρὸ ξωκκλήσι, ἰδιοκτησία τῆς οἰκογένειας Μοίρα, χτισμένο ἐπάνω στὰ θεμέλια μιᾶς πρωτοχριστιανικῆς Βασιλικῆς τοῦ 5ου μ.Χ. αἰ. Οἱ πρόσφυγες ἀπὸ τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα, τὴν Χίο καὶ τὸ Μοσχονῆσι ἔκαναν αὐτὸ τὸ ξωκκλήσι ενορία τους, αφού ἐκεῖ τριγύρω κατοικοῦσαν». Ἡ οἰκογένεια Μοίρα διατηροῦσε σχέση μὲ τὴν Μητρόπολη. Στὶς σελίδες τοῦ «Προχείρου», (δηλ. τοῦ βιβλίου Ἐσόδων καὶ Ἐξόδων τῆς Μητροπόλεως) ἀναγράφονται εισπράξεις που προέρχονταν από κάποια «μικρά ἐκκλησία». Στὴ σελ. 13 (δαπάνη τῆς 19ης Ὀκτωβρίου) ἀναγράφεται: «9 εἰς ἀσβέστην ἕως τώρα διὰ τὴν μικρὰν Ἐκκλησίαν γρόσια 100 καὶ ἀπὸ εἰσοδήματα τῆς μικρᾶς Ἐκκλησίας γρόσια 250».  Αναφέρεται πὼς τὰ κλειδιὰ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Εἰσοδίων τὰ εἶχαν τότε «οἱ προεστῶτες καὶ Ἐπίτροποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κοιμήσεως». Κατά συνέπεια, ἐφόσον οἱ Ἐπίτροποι τῆς Μητροπόλεως κατείχαν τὰ κλειδιὰ τῆς Παναγίτσας καὶ ἀφοῦ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ναοῦ προκύπτει πὼς εἶχε εἰσπράξεις ἀπὸ τὴν «μικρὰν Ἐκκλησίαν»,εξ όλων τούτων προκύπτει ότι “μεγάλη Εκκλησία” είναι ο Ναός της Μητροπόλεως, ενώ ” μικρά Εκκλησία” εκείνος της “Παναγίτσας”(Ἡ ὡραία καὶ μεγαλόπρεπη Ἐκκλησία τῆς Παναγίτσας, ποὺ κοσμεῖ σήμερα τὸ νότιο τμῆμα τοῦ λιμανιοῦ τῆς πόλεως, κτίστηκε κατά το έτος 1906). (βλ. Ἡ Γενικὴ Γραμματεία τῆς Ἑλλάδος πρὸς τοὺς Προεστῶτας καὶ Ἐπιτρόπους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κοιμήσεως: «Οἱ αἰδεσιμώτατοι ἱερεῖς Σακελλάριος, Πρωτόπαπας, παπα-Δημήτριος, παπα-Ἀθανάσιος, παπα-Νικόλαος τῶν Σαλώνων καὶ παπα-Θάνος Πατρατζικιώτης, ἔλαβον τὴν ἄδειαν παρὰ τῆς Διοικήσεως νὰ ἱερουργῶσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Εἰσοδίων. Διατάττεσθε, λοιπόν, νὰ παραδώσετε εἰς αὐτοὺς τὰς κλεῖς τῆς Ἐκκλησίας ταύτης». Τῇ 18ῃ Δεκεμβρίου 1826, ἐν Αἰγίνῃ.»). Σημειωτέον, πὼς κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο η Μητρόπολη εἶχε 244 ντόπιες οἰκογένειες καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος ( ο Ναός τῶν Ψαριανῶν) 130 οικογένειες.


           Σύμφωνα, τώρα ,με κάποια ἄλλη μαρτυρία,  σε ένα βιβλίο ὅπου ἀναφέρονται στοιχεῖα γιὰ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κεντρικοῦ Σχολείου Αἰγίνης διαβάζουμε τὰ ἑξῆς: ” Βίκος Γεώργιος, ἀπὸ Λειβαδίαν, ἐτῶν 14, ὁ πατήρ του Ἰωάννης ἱερατεύων εἰς τὴν Μητρόπολιν Αἰγίνης…». και, “Βίκος Δημήτριος, τοῦ παπᾶ Ἰωάννου Βίκου, Λεβαδίτης, ἐτῶν 19, κατοικεῖ πλησίον τῆς Μεγάλης Παναγίας…“. Συνεπῶς, ἡ οἰκογένεια τοῦ ἱερέως Ἰωάννη Βίκου κατοικοῦσε κοντὰ στὴν «Μεγάλη Παναγία», δηλ. στὴν Μητρόπολη.

          

Scroll to top