Καθὼς πλησιάζουμε στὴν πρόσοψη τοῦ Ναοῦ, ἀτενίζουμε τὸν σκεπαστὸ Ἐξωνάρθηκά του, ποὺ στηρίζεται σὲ τέσσερις μονολιθικὲς κολῶνες ἀπὸ συμπαγῆ γκρίζο τραχύτη. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μεταφέρθηκαν μὲ βοϊδάμαξα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου κτίσματος στὴν τοποθεσία «Σφυρίχτρες», στοὺς πρόποδες τοῦ Ὄρους. Ἡ περιοχὴ αυτή εἶναι πλούσια σὲ γκρίζο τραχύτη. Ὑπάρχει εκεί Ἐκκλησία τοῦ Ταξιάρχη Μιχαήλ, ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴ ἐποχή, μὲ ἀξιόλογες τοιχογραφίες, τὶς ὁποῖες ἐρεύνησε ὁ ἀρχαιολόγος Χαρ. Πέννας. Οἱ κολῶνες αὐτὲς κρατοῦν τρία τοξωτὰ ἐπιστύλια, ποὺ σχηματίζουν μὲ μιὰ βαθειὰ στοὰ τρία ἀντίστοιχα μεγάλα τόξα ἐμπρὸς καὶ ἀπὸ ἕνα στὸ πλάϊ. Ἡ ὀροφή τους καλύπτεται μὲ σταυροθόλια, πάνω σὲ ἕνα τόξο, στὰ ὁποῖα ὑπάρχουν δύο ἀνάγλυφοι δεκαεξάκτινοι ἥλιοι. Ο Ἐξωνάρθηκας κατασκευάστηκε στὴν ταραγμένη, ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς, χρονιὰ τοῦ 1829. Τεχνίτης του ἦταν κάποιος «μαστρο-Γιώργης Καπαριᾶ-Φραντζιᾶς». (βλ. Γ.Α.Κ. Γεν. Γραμματεία, φάκ. 217/27 Αὐγούστου 1829: Ἀναφορὰ τοῦ κατασκευαστή πρὸς τὸν: «Ἐξοχώτατον Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος» ὅπως: «…ὑποχρεωθῶσιν οἱ κ. προκριτοδημογέροντες Αἰγίνης νὰ μὲ ἀποζημιώσωσιν δι’ ὅσα μὲ χρεωστῶσιν δι’ ἐξόφλησιν τοῦ λογαριασμοῦ ὁποὺ κατασκεύασα τὸν ἄρτηκαν τῆς Ἐκκλησίας». Τὰ ἔξοδα ὑπολογίστηκαν σὲ 5.000 γρόσια καὶ καλύφτηκαν με συνδρομές τῶν πιὸ «εὐκαταστάτων πολιτῶν».( βλ. καὶ Γ.Α.Κ., Ἐπίτροποι καὶ Προσωρινοὶ Διοικηταί, Φάκ. 79, ἀρ. 733/18 Φεβρουαρίου 1829, ἀπὸ τὴν Δημογεροντία Αἰγίνης).
Στὴν στοὰ τοῦ Νάρθηκα ἀκουμπᾶ μιὰ προέκταση τοῦ Γυναικωνίτη, ο οποίος διαθέτει τρία μικρὰ παράθυρα στὴν δυτικὴ πλευρὰ καὶ ἀπὸ ἕνα στὶς πλαϊνές. Ἡ ὀροφὴ τοῦ Γυναικωνίτη καλύπτεται ἀπὸ τρία μεγάλα σταυροθόλια, ποὺ σκεπάζονται ἐξωτερικὰ μὲ χωριστὲς τρικλινεῖς στέγες.
Στὸν Γυναικωνίτη ὁδηγοῦν ἐξωτερικὰ δύο πλάγιες φαρδιὲς πώρινες σκάλες, οι οποίες καταλήγουν σὲ ἰσάριθμους ἐξῶστες, Ἡ βόρεια σκάλα ἔχει ἰδιαίτερη ἱστορικὴ σημασία. Ὁ ἐξωτερικὸς Νάρθηκας τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τὴν προέκταση τοῦ Γυναικωνίτη ἀποτελοῦν μεταγενέστερες προσθῆκες. Ὁ λόγος ἦταν ὁ μεγάλος πληθυσμὸς τῆς Αἴγινας ἐξαιτίας τῆς προσελεύσεως τῶν προσφύγων, ὁπότε οἱ πρόκριτοι ἀποφάσισαν τὴν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ «ἐπαρκεῖ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν».
Ὁ Νάρθηκας καὶ ὁ Γυναικωνίτης αναφέρεται ότι ἔπεσαν κατὰ καιροὺς καὶ ξανακτίστηκαν. Στὸ Πρωτόκολλο τοῦ Δήμου τῆς Αἴγινας ἀναφέρονται «πτῶσις Νάρθηκος καὶ τοῦ Γυναικωνίτου», κατά τα έτη 1842 καὶ 1844.
Ο Εξωνάρθηκας της Εκκλησίας