Προχωρώντας στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Ναοῦ ἀντικρύζουμε τὸ περίτεχνο μαρμάρινο Τέμπλο του.
(Σημ: Τὸ Τέμπλο (ἢ Τέμπλεο) ἀποτελεῖ ἕνα χώρισμα, ποὺ ξεχωρίζει τὸ Ἅγιο Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως Ναὸ. Συμβολίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τῆς ὁποίας «διερχόμεθα εἰς τὴν Θείαν», στὴν περιοχὴ τοῦ Ἱεροῦ. Στὸν Ὀρθόδοξο Ναὸ οἱ εἰκόνες του συνήθως ἔχουν ὡρισμένη θέση).
Το Τέμπλο της Εκκλησίας αποτελεῖ ἔργο τοῦ σπουδαίου Τηνίου καλλιτέχνη Ἰακώβου Μαλακατέ, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἐγχάρακτη ἐπιγραφὴ κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. «ΙΑΚΩΒΟΣ ΜΑΛΑΚΑΤΕΣ ΕΠΟΙΗΣΕ 1871».
( Σημ: Οἱ ἀδελφοὶ Ἰάκωβος καὶ Φραγκῖσκος Μαλακατὲς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἐγκαταστάθηκαν στὴν Αἴγινα τὸ 1834, ὅπου ἄνοιξαν ἕνα ὀνομαστὸ μαρμαρογλυφεῖο. Τὰ περίφημα ἔργα τους κόσμησαν διάφορα Κοιμητήρια (μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἐκεῖνο τῶν Ἀθηνῶν) μὲ τὶς ἀναμφισβήτητης ἀξίας παραστάσεις τους. Μιὰ χαρακτηριστικὴ παράσταση τῶν καλλιτεχνῶν εἶναι ἐκείνη ποὺ τιτλοφορεῖται ὡς «πενθοῦν πνεῦμα». Παριστάνει ἕναν ἄγγελο, ο οποίος βαστάζει στὰ χέρια του μιὰ ἀνάποδη σβησμένη δᾶδα, ἐνῶ στὸ κεφάλι του φέρει ἕνα στεφάνι ἀπὸ παπαροῦνες (σύμβολο τοῦ ὕπνου). Μὲ τὶς ἀλλαγὲς τῆς θέσεως τοῦ Κοιμητηρίου στὴν Αἴγινα ,δυστυχῶς τὰ περισσότερα ἔργα τῶν σπουδαίων αὐτῶν καλλιτεχνῶν ἔχουν χαθεῖ).
Στὸ μαρμάρινο διάζωμα (ἀριστερά, ὅπως τὸ ἀντικρύζουμε) ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή: «ΔΑΠΑΝΗ ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ».
Στὴν δεξιὰ πλευρὰ διαβάζουμε: ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ ΑΝΔΡ ΙΩΑΝ ΜΠΗΤΡΟΣ ΣΤΑΥ ΠΕΤΡΙΤΗΣ ΝΙΚ ΔΗΜΗ ΗΡΕΙΩΤΗΣ ΑΘ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΜΠΑΚΟΥΡΗΣ Γ.Ι. ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ 1871.
Στὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνας τοῦ Προδρόμου ἀναγράφονται τὰ ὀνόματα τῶν ἱερέων: ΙΕΡΕΙΣ ΕΥΣΤ. Π.Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΜΙΧ. Π.Λ. ΙΕΡΕΥΣ ΜΙΧ. Κ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ.
(Σημ: Ὁ Μιχαὴλ Κ. Ἐμμανουὴλ (ἢ Χελιδόνης 1866-1912) ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἱερέας τῆς Μητροπόλεως, ο οποίος ὑποδέχθηκε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Αἴγινα τὸ 1904. βλ. περιοδικὸ «Ἱερὸς Σύνδεσμος», 4 164/ 1-3-1912 σελ. 16 καὶ Σοφοκλ. Δημητρακόπουλος «Χριστιανικὴ Αἴγινα», σελ. 213. Επίσης, και: π. Εμμανουήλ Γιαννούλης, ‘Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ, Αυθεντικές μαρτυρίες, Β΄Έκδοση Επηυξημένη με 50 ανέκδοτες φωτογραφίες από την Ανακήρυξη του Αγίου Νεκταρίου( 1961), Επτάλοφος, σελ. 82 επ.).
Ὁ γυιός του αδελφού του και εγγάμου ιερέα π. Παναγή Εμμανουήλ και της πρεσβυτέρας Ελένης, ο Κωνσταντῆς Εμμανουήλ, διετέλεσε και ἱεροψάλτης τοῦ Ναοῦ ,κατὰ τὴν δεκαετία 1920-1930. Τὸν διαδέχθηκε ὁ Νικόλαος Βότσης, και εκείνον ὁ Γεώργιος Μαλτέζος (πατέρας τῶν αειμνήστων γνωστῶν ἱερέων τοῦ νησιοῦ Αναστασίου καὶ Δημητρίου). Ἀδελφὸς τοῦ Γεωργίου, υπήρξε ὁ Σωτήριος Μαλτέζος, ἱεροψάλτης ἐπίσης).
Τὸ Τέμπλο τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ότι ἀρχικὰ ἦταν ξυλόγλυπτο καὶ ἐπιχρυσωμένο, ἰδίας τεχνοτροπίας μὲ τὸν Ἄμβωνα καὶ τὸ Δεσποτικό. Ἕνας παλαιὸς Ἐσταυρωμένος κοσμοῦσε τὴν κορυφή του.
( Σημ: Ο Εσταυρωμένος σήμερα φυλάσσεται στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ἔχει διαστάσεις 1,60 Χ 1,40 Χ 0,02 μ. καὶ ἔχει συντηρηθεῖ. Φέρει τὴν ὑπογραφή: «Χεὶρ Ἀθανασίου Λάμπρου». Ὁ ἴδιος ἁγιογράφος σὲ ἄλλες εἰκόνες ὑπογράφει μὲ τὴν χρονολογία «1824». Ἔχει ἐπίσης φιλοτεχνήσει καὶ τὴν παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ κοσμεῖ τὰ Βημόθυρα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τῆς Ἐκκλησίας).
Τὸ ξυλόγλυπτο αὐτὸ Τέμπλο καταστράφηκε ἀπὸ ἄγνωστη σὲ ἐμᾶς αἰτία καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ μαρμάρινο τὸ ἔτος 1871, ὅπως προαναφέρθηκε.
Οἱ ὀκτὼ ἱστορικὲς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου
Τὸ Τέμπλο τῆς Ἐκκλησίας κοσμοῦν ὀκτὼ μεγάλες εἰκόνες, οι οποίες θεωροῦνται πὼς ἔχουν ἰδιαίτερη καλλιτεχνική, ἐκκλησιαστική, ἱστορικὴ ἀξία καὶ σημασία. Ἔχουν διαστάσεις 1,20 Χ 0,85 ἑκ. Οἱ εἰκόνες ἦταν ἐντοιχισμένες. Κατὰ τὸ ἔτος 1985 ἀπεγκλωβίστηκαν καὶ συντηρήθηκαν. Τότε ἔγινε καὶ ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἐπιμέρους στοιχείων τους.
Ἔτσι στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου (πρώτη στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ Τέμπλου, ὅπως τὸ βλέπουμε), ἀποκαλύφτηκε στὸ κάτω μέρος ἡ ἐπιγραφὴ «χεὶρ Μητροφάνους 1819». Πρόκειται γιὰ τὸν Ἁγιορείτη μοναχὸ Μητροφάνη, ο οποίος κατά τὸ ἔτος 1817 ἁγιογράφησε καὶ τὶς εἰκόνες στὴν Βουλγαρικὴ Ἱερὰ Μονὴ Ζωγράφου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. (Σημ: Ἔρευνα γιὰ τὶς εἰκόνες τῆς Ἁγιορείτικης Μονῆς ἔχει πραγματοποιήσει ὁ Βούλγαρος καθηγητὴς Μιχαὴλ Ἔνεφ).
Στὴν διπλανὴ ἀκριβῶς εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος διαβάζουμε (διατηρώντας τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τοῦ κειμένου): «Δέησις τοῦ Δούλου τοῦ Θεοῦ Σπῦρο Μαρτζέλο καὶ τῶν Γωνέων».
(Σημ: Πρόκειται γιὰ τὸν Σπῦρο Μάρκελλο, ὁ πύργος τοῦ ὁποίου χρησιμοποιεῖται σήμερα γιὰ ἐκδηλώσεις πολιτιστικές. Ἡ οἰκογένεια Μαρκέλλου ἦταν Κερκυραϊκῆς καταγωγῆς (αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸν τύπο τοῦ ὀνόματος «Μαρτζέλο», πάνω στὴν εἰκόνα τοῦ προστάτη Ἁγίου τῆς Κέρκυρας). Ἀρχικὰ ἡ οἰκογένεια ἐγκαταστάθηκε στὸ Σοφικὸ καὶ στὴν συνέχεια στὴν Αἴγινα. Γύρω στὰ 1650 κάποιος πρόγονος τῆς οἰκογενείας ἔκτισε στὴν περιοχὴ τοῦ ἔρημου –τότε– λιμανιοῦ ἕναν πύργο μὲ πατώματα καὶ πολεμίστρες. Σκοπὸς ἦταν ἡ ἄμυνα στὴν περίπτωση ἐπιθέσεως πειρατῶν. Αὐτὸς ὁ πύργος φαίνεται πὼς ἐπισκευάστηκε στὰ 1802 ἀπὸ τὸν Σπῦρο Μάρκελλο. Ὁ δραστήριος αὐτὸς ἄνδρας, ο οποίος γεννήθηκε τὸ 1774, ἦταν πλούσιος καὶ ἀσκοῦσε μεγάλη ἐπιρροὴ στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ τόπου.
Μαζὶ μὲ τὸν πεθερό του Γ. Λογιωτατίδη (εἶχε νυμφευθεῖ τὴν κόρη του Ἀνθή), ἐκλέχτηκε παραστάτης τῆς Αἴγινας στὴν Α΄ Ἐθνοσυνέλευση. Στὰ 1824 διορίστηκε στὰ Δερβενοχώρια νὰ φροντίζει γιὰ τὶς καυστικὲς ὗλες, ποὺ μεταχειρίζονταν τὰ πυρπολικά. (βλ. Γ.Α.Κ. Ἐκτελεστικό, φ. 5, ἀρ. 264/ 18 Μαρτίου 1824). Προσφέροντας τὴν περιουσία του στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἀγῶνα, στὸ τέλος τῆς ζωῆς του βρέθηκε νὰ ἔχει καὶ χρέος!).
Δίπλα στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος εἶναι ἡ εἰκόνα Κοιμήσεως τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία φέρει «ἀργυροῦν ὑποκάμισον». Ἀργυρῆ ἐπένδυση φέρει καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου, πρώτη στὴν δεξιὰ πλευρὰ τοῦ
Τέμπλου.( Σημ: Ἐπειδὴ οἱ εἰκόνες αὐτὲς φέρουν ἀργυρῆ ἐπένδυση, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἐπιγραφῶν τους).
Ἡ ἑπομένη εἰκόνα εἶναι ἐκείνη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Σὲ αὐτὴ τὴν πολὺ ἐκφραστικὴ εἰκόνα ὁ Πρόδρομος παριστάνεται «βαστάζων τὴν ἀποκοπεῖσαν κεφαλήν του». Φέρει ἀγγελικὲς πτέρυγες (ὡς προστάτης τοῦ ἀγγελικοῦ-μοναχικοῦ σχήματος). Στὸ κάτω μέρος διαβάζουμε: «ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΑΝΝΑΚΗ ΜΙΡΑ» (Σημ:
Ὁ Ἰωάννης Μοίρας θεωρεῖται ὡς ὁ τελευταῖος προεστὼς τῆς Παληαχώρας, πρὶν οἱ Αἰγινῆτες ἐγκαταλείψουν ὁριστικὰ τὸν τόπο καὶ κατέβουν στὰ παράλια μέρη τοῦ νησιοῦ).
Ἀκριβῶς δίπλα εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου ὁ Ἅγιος ἐμφανίζεται ὡς καβαλλάρης μὲ τὴν ἐπιγραφή: «ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ»
( Σημ: Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ ἀφιέρωμα τοῦ Γεωργίου Λογιωτατίδη (1781-1878). Γυιὸς τοῦ Παντελάκη Οἰκονόμου, ἦταν κι αὐτὸς μορφωμένος, ὅπως καὶ ὁ πατέρας του. Κατεῖχε μεγάλη κτηματικὴ περιουσία στὸ νησί. Τὸ νησὶ Κυρὰ ἀνῆκε στὴν ἰδιοκτησία του (βλ. ΦΕΚ 1859/ 30 Σεπτεμβρίου, σελ. 70). Μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας μαζὶ μὲ τὸν Σπῦρο Μάρκελλο ξεσήκωσαν τὸ νησὶ στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 21. Ὑπῆρξεν ὁπλαρχηγὸς καί, ὅπως βεβαιώνουν οἱ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καὶ Νικηταρᾶς, ἦταν «…εἷς ἐκ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς Πατρίδος, ὑπηρετήσας ταύτην στρατιωτικῶς καὶ πολιτικῶς…». Ἀναγνωριζόταν ὡς Ἀρχηγὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀρχηγούς, Στρατηγοὺς καὶ Κυβερνήσεις, ποὺ διατηροῦσαν ἀλληλογραφία μαζί του (τὰ ἴδια βεβαιώνουν καὶ οἱ Δημ. Ὑψηλάντης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης καὶ Ἀνδρέας Ζαΐμης).Μὲ τὸν Σπῦρο Μάρκελλο συμμετεῖχαν στὴν πρώτη πολιορκία τοῦ Ἀκροκορίνθου (1η Ἀπριλίου 1821). Ἔλαβαν μέρος καὶ σὲ ἄλλες πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις, ὅπως στὶς μάχες τῶν περιοχῶν Ἅγιος Σώστης καὶ Ἁγινόρι. Ἦταν
τότε ποὺ ἔγινε ἡ καταστροφὴ τοῦ στρατοῦ τοῦ Δράμαλη στὰ Δερβενάκια (16 μέχρι 18 Ἰουλίου 1822). Σὲ ἐκείνη τὴ μάχη ἔλαβαν μέρος 81 Αἰγινῆτες ὑπὸ τὸν Νικηταρᾶ. Μὲ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Αἴγινα, ἔχοντας ζήσει τὴν
φρίκη τῶν γεγονότων, κτίστηκε σὲ ἀνάμνηση τῆς μεγάλης νίκης ὁ Ναὸς τοῦ –παλαιοῦ– Ἁγίου Σώστη στὴν Πέρδικα. Ὁ σπουδαῖος αὐτὸς ἄνδρας διετέλεσε καὶ ἐκλεγμένος Βουλευτής, πρῶτος Δήμαρχος καὶ Εἰρηνοδίκης τῆς Αἴγινας. Γυιός του ἦταν ὁ Σπυρίδων, ο οποίος σπούδασε ἀρχαιολόγος στὴν Ἐρλάγκη τῆς Γερμανίας. Ὁ τελευταῖος υπήρξε πατέρας τῆς Ἑλένης Ἠρειώτη, η οποία παντρεύτηκε τὸν Σχολάρχη Παναγῆ Ἠρειώτη. Δυστυχῶς πνίγηκε νέος (σὲ ἡλικία μόλις 46 χρόνων) στὴν Ἁγία Μαρίνα,στὶς 28 Νοεμβρίου 1848. Ἔτσι δὲν πρόλαβε νὰ χτίσει μεγαλύτερη Ἐκκλησία, ὅπως ἦταν ἡ ἐπιθυμία του, πάνω στὴν Κατακόμβη τῆς Φανερωμένης, τότε ποὺ ὁ θεῖος του ἱερομόναχος Παρθένιος Λογιωτατίδης εἶχε βρεῖ δι’ ἀποκαλύψεως τὸ 1830 τὴν ὑπόγεια Ἐκκλησία μὲ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. ἐξ ἀφορμῆς κάποιου συγκεκριμένου θαυμαστοῦ γεγονότος τῆς ζωῆς του»).
Τελευταία εἰκόνα (στὸ Τέμπλο δεξιὰ), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ σέμνωμα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ πρώτου Πολιούχου τοῦ νησιοῦ, Ἁγίου Διονυσίου. Ὁλόκληρη ἡ εἰκόνα φέρει ἀργυρῆ ἐπένδυση. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγγνώμης θαρρεῖς πὼς ψυχοδιαβάζει τὶς καρδιές… Ἡ εἰκόνα φέρει ἕνα Ἀρχιερατικὸ Ἐγκόλπιο. Σύμφωνα μὲ ἀξιόπιστη μαρτυρία ἀποτελεῖ ἀφιέρωμα τοῦ δευτέρου Πολιούχου τοῦ νησιοῦ, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου,
( Σημ: Τὴν μαρτυρία μας την έχει καταθέσει ὁ πολιός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγ. Νικολάου Άνδρου Αρχιμ. Δωρόθεος Θεμελῆς. Ἀφορᾶ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ὁ ὁποῖος παράλληλα μὲ τὰ καθήκοντά του στὴν Ριζάρειο Σχολὴ –καὶ κατόπιν ἀδείας τοῦ οἰκείου Μητροπολίτη Ἀθηνῶν (στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνῆκε τότε καὶ ὁ Πειραιᾶς)– ἀσκοῦσε λειτουργικό, κηρυκτικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο στὶς Ἐκκλησίες τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν. Τὸ περιστατικὸ διέσωσε ἡ Μαριάνθη Μονέου, ἡ ὁποία ἐργαζόταν τότε στὰ ἰδιωτικὰ Ἐκπαιδευτήρια «Πλάτων» στὴν Τερψιθέα τοῦ Πειραιᾶ (ἰδιοκτησίας Παπαϊωάννου). Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας, η οποία ἐτελέσθη κατὰ τὸ ἔτος 1913 στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸν Πειραιᾶ, τὰ ἑξῆς: «…Κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς ταξιδιοῦ του ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὴν Αἴγινα, μέσα στὸ πλοῖο, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος αἰσθάνθηκε δυνατοὺς πόνους στὰ νεφρά του. Ὅταν ἔφθασε στὸ λιμάνι τῆς Αἴγινας, οἱ ἰσχυροὶ πόνοι δὲν ἐπέτρεψαν νὰ ἀνέβει στὸ ζῶο, προκειμένου να μεταβεῖ ἀμέσως στὸ Μοναστήρι του. Τότε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἦρθε στὴ Μητρόπολη, γονάτισε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ παρεκάλεσε θερμὰ τὸν Ἅγιο νὰ τοῦ πάρει τοὺς πόνους. Οἱ πόνοι σταμάτησαν ἀμέσως… Τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔβγαλε τὸ Ἀρχιερατικό του Ἐγκόλπιο καὶ τὸ ἀφιέρωσε στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου». Έκτοτε αὐτὸ τὸ Ιερό Ἐγκόλπιο του Αγίου Νεκταρίου κοσμεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὸ Τέμπλο του Ναού).
Οἱ εἰκόνες τοῦ Δωδεκαόρτου
Στὴ κορυφὴ τοῦ Τέμπλου τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν ἄλλες εἴκοσι μικρότερες εἰκόνες , οι οποίες εἶναι τοποθετημένες στὴν θέση τοῦ Δωδεκαόρτου. Ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη ὑπάρχει μιὰ μεγάλη εἰκόνα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Ἔργον Ἀργυρίου Παπαματθαίου, 1859». Ὁ ἴδιος ἁγιογράφος ὑπογράφει καὶ στὶς εἰκόνες τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (στὴν ἀριστερὴ πλευρά), ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν μικρότερη εἰκόνα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου στὰ δεξιά (διαστάσεων 33 ἑκ. πλάτος Χ 48 ἑκ. μῆκος). Τὰ θέματα τῶν περισσότερων εἰκόνων ἀναφέρονται κυρίως στὶς Δεσποτικὲς καὶ τὶς Θεομητορικὲς ἑορτές